Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
συμπαγής
συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
View word page
συμμυολόγος
one that shuts up his words
ShortDef
one that shuts up his words
Debugging
Headword:
συμμυολόγος
Headword (normalized):
συμμυολόγος
Headword (normalized/stripped):
συμμυολογος
IDX:
83195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83196
Key:
Data
{'content': 'one that shuts up his words'}