Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
συμπαγής
συμπαγία
συμπάγνυμι
συμπάθεια
View word page
συμμοχθηρεύομαι
contribute to suffering

ShortDef

contribute to suffering

Debugging

Headword:
συμμοχθηρεύομαι
Headword (normalized):
συμμοχθηρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμοχθηρευομαι
IDX:
83193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83194
Key:

Data

{'content': 'contribute to suffering'}