Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμοναρχέω
συμμονή
συμμονόομαι
συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
συμμωραίνω
συμπαγής
View word page
συμμορφόομαι
to be conformed to

ShortDef

to be conformed to

Debugging

Headword:
συμμορφόομαι
Headword (normalized):
συμμορφόομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμορφοομαι
IDX:
83190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83191
Key:

Data

{'content': 'to be conformed to'}