Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμμολπος
συμμολύνω
συμμοναρχέω
συμμονή
συμμονόομαι
συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
συμμύστης
συμμύω
View word page
συμμορφή
common
ShortDef
common
Debugging
Headword:
συμμορφή
Headword (normalized):
συμμορφή
Headword (normalized/stripped):
συμμορφη
IDX:
83188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83189
Key:
Data
{'content': 'common'}