Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμογέω
συμμοιράω
σύμμολπος
συμμολύνω
συμμοναρχέω
συμμονή
συμμονόομαι
συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμοχθηρεύομαι
συμμυέω
συμμυολόγος
σύμμυσις
View word page
συμμορίτης
member of a συμμορία

ShortDef

member of a συμμορία

Debugging

Headword:
συμμορίτης
Headword (normalized):
συμμορίτης
Headword (normalized/stripped):
συμμοριτης
IDX:
83186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83187
Key:

Data

{'content': 'member of a συμμορία'}