Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμισοπονηρέω
συμμνημόνευσις
συμμνημονεύω
συμμνήμων
συμμνηστέον
συμμογέω
συμμοιράω
σύμμολπος
συμμολύνω
συμμοναρχέω
συμμονή
συμμονόομαι
συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
συμμορφή
συμμορφίζομαι
συμμορφόομαι
σύμμορφος
View word page
συμμονή
holding together, coherence, permanence
ShortDef
holding together, coherence, permanence
Debugging
Headword:
συμμονή
Headword (normalized):
συμμονή
Headword (normalized/stripped):
συμμονη
IDX:
83181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83182
Key:
Data
{'content': 'holding together, coherence, permanence'}