Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμμιξις
συμμίσγομαι
συμμισέω
συμμισθόω
συμμισοπονηρέω
συμμνημόνευσις
συμμνημονεύω
συμμνήμων
συμμνηστέον
συμμογέω
συμμοιράω
σύμμολπος
συμμολύνω
συμμοναρχέω
συμμονή
συμμονόομαι
συμμορία
συμμοριάρχης
συμμοριάω
συμμορίτης
σύμμορος
View word page
συμμοιράω
impart at the same time

ShortDef

impart at the same time

Debugging

Headword:
συμμοιράω
Headword (normalized):
συμμοιράω
Headword (normalized/stripped):
συμμοιραω
IDX:
83177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83178
Key:

Data

{'content': 'impart at the same time'}