Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξις
συμμίσγομαι
συμμισέω
συμμισθόω
συμμισοπονηρέω
συμμνημόνευσις
συμμνημονεύω
συμμνήμων
συμμνηστέον
συμμογέω
συμμοιράω
σύμμολπος
View word page
συμμίσγομαι
be mingled with, flow into

ShortDef

be mingled with, flow into

Debugging

Headword:
συμμίσγομαι
Headword (normalized):
συμμίσγομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμισγομαι
IDX:
83168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83169
Key:

Data

{'content': 'be mingled with, flow into'}