Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξις
συμμίσγομαι
συμμισέω
συμμισθόω
συμμισοπονηρέω
View word page
σύμμικτος
commingled, promiscuous

ShortDef

commingled, promiscuous

Debugging

Headword:
σύμμικτος
Headword (normalized):
σύμμικτος
Headword (normalized/stripped):
συμμικτος
IDX:
83161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83162
Key:

Data

{'content': 'commingled, promiscuous'}