Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξις
συμμίσγομαι
συμμισέω
συμμισθόω
View word page
σύμμιγμα
commixture

ShortDef

commixture

Debugging

Headword:
σύμμιγμα
Headword (normalized):
σύμμιγμα
Headword (normalized/stripped):
συμμιγμα
IDX:
83160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83161
Key:

Data

{'content': 'commixture'}