Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξις
συμμίσγομαι
συμμισέω
View word page
συμμιγής
commingled, promiscuous

ShortDef

commingled, promiscuous

Debugging

Headword:
συμμιγής
Headword (normalized):
συμμιγής
Headword (normalized/stripped):
συμμιγης
IDX:
83159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83160
Key:

Data

{'content': 'commingled, promiscuous'}