Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξις
συμμίσγομαι
View word page
σύμμιγα
promiscuously with
ShortDef
promiscuously with
Debugging
Headword:
σύμμιγα
Headword (normalized):
σύμμιγα
Headword (normalized/stripped):
συμμιγα
IDX:
83158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83159
Key:
Data
{'content': 'promiscuously with'}