Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
συμμινύθω
σύμμιξις
View word page
συμμιαιφονέω
to be a murderer with

ShortDef

to be a murderer with

Debugging

Headword:
συμμιαιφονέω
Headword (normalized):
συμμιαιφονέω
Headword (normalized/stripped):
συμμιαιφονεω
IDX:
83157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83158
Key:

Data

{'content': 'to be a murderer with'}