Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
View word page
συμμηχανάομαι
to help to provide

ShortDef

to help to provide

Debugging

Headword:
συμμηχανάομαι
Headword (normalized):
συμμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμηχαναομαι
IDX:
83155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83156
Key:

Data

{'content': 'to help to provide'}