Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
συμμιμέομαι
συμμιμητής
View word page
συμμητιάομαι
to take counsel with

ShortDef

to take counsel with

Debugging

Headword:
συμμητιάομαι
Headword (normalized):
συμμητιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμητιαομαι
IDX:
83154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83155
Key:

Data

{'content': 'to take counsel with'}