Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
σύμμιλτος
View word page
συμμήρυσις
winding together, connexion

ShortDef

winding together, connexion

Debugging

Headword:
συμμήρυσις
Headword (normalized):
συμμήρυσις
Headword (normalized/stripped):
συμμηρυσις
IDX:
83152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83153
Key:

Data

{'content': 'winding together, connexion'}