Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
συμμιαίνω
συμμιαιφονέω
σύμμιγα
συμμιγής
σύμμιγμα
σύμμικτος
View word page
συμμηρύομαι
wind together, connect

ShortDef

wind together, connect

Debugging

Headword:
συμμηρύομαι
Headword (normalized):
συμμηρύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμηρυομαι
IDX:
83151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83152
Key:

Data

{'content': 'wind together, connect'}