Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεισοδιάζω
ἀντεισφέρω
ἀντεισφορά
ἀντεκβάλλομαι
ἀντέκδικος
ἀντεκθέω
ἀντεκθλίβω
ἀντεκκαίω
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκομίζω
ἀντεκκόπτω
ἀντεκκρίνω
ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
ἀντεκπλήσσω
ἀντεκπνέω
ἀντεκρέω
ἀντεκτάσσω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτίνω
View word page
ἀντεκκόπτω
to knock out in return

ShortDef

to knock out in return

Debugging

Headword:
ἀντεκκόπτω
Headword (normalized):
ἀντεκκόπτω
Headword (normalized/stripped):
αντεκκοπτω
IDX:
8314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8315
Key:

Data

{'content': 'to knock out in return'}