Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
View word page
σύμμετρος
commensurate with

ShortDef

commensurate with

Debugging

Headword:
σύμμετρος
Headword (normalized):
σύμμετρος
Headword (normalized/stripped):
συμμετρος
IDX:
83145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83146
Key:

Data

{'content': 'commensurate with'}