Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
συμμήστωρ
συμμητιάομαι
View word page
συμμέτριος
of the same class

ShortDef

of the same class

Debugging

Headword:
συμμέτριος
Headword (normalized):
συμμέτριος
Headword (normalized/stripped):
συμμετριος
IDX:
83144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83145
Key:

Data

{'content': 'of the same class'}