Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
συμμηρύομαι
συμμήρυσις
View word page
συμμετρία
commensurability

ShortDef

commensurability

Debugging

Headword:
συμμετρία
Headword (normalized):
συμμετρία
Headword (normalized/stripped):
συμμετρια
IDX:
83142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83143
Key:

Data

{'content': 'commensurability'}