Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
σύμμηρος
View word page
συμμετρέω
to measure by comparison with

ShortDef

to measure by comparison with

Debugging

Headword:
συμμετρέω
Headword (normalized):
συμμετρέω
Headword (normalized/stripped):
συμμετρεω
IDX:
83140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83141
Key:

Data

{'content': 'to measure by comparison with'}