Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
συμμηρία
View word page
συμμέτοχος
partaking with
ShortDef
partaking with
Debugging
Headword:
συμμέτοχος
Headword (normalized):
συμμέτοχος
Headword (normalized/stripped):
συμμετοχος
IDX:
83139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83140
Key:
Data
{'content': 'partaking with'}