Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
σύμμηνος
View word page
συμμετοικίζομαι
migrate, change abodes together with

ShortDef

migrate, change abodes together with

Debugging

Headword:
συμμετοικίζομαι
Headword (normalized):
συμμετοικίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμετοικιζομαι
IDX:
83138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83139
Key:

Data

{'content': 'migrate, change abodes together with'}