Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
συμμηνία
συμμηνιακός
View word page
συμμετοικέω
to emigrate along with

ShortDef

to emigrate along with

Debugging

Headword:
συμμετοικέω
Headword (normalized):
συμμετοικέω
Headword (normalized/stripped):
συμμετοικεω
IDX:
83137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83138
Key:

Data

{'content': 'to emigrate along with'}