Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
σύμμετρος
View word page
συμμετεωρίζομαι
to be raised together

ShortDef

to be raised together

Debugging

Headword:
συμμετεωρίζομαι
Headword (normalized):
συμμετεωρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμετεωριζομαι
IDX:
83135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83136
Key:

Data

{'content': 'to be raised together'}