Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
συμμέτριος
View word page
συμμετέχω
to partake of a thing together with
ShortDef
to partake of a thing together with
Debugging
Headword:
συμμετέχω
Headword (normalized):
συμμετέχω
Headword (normalized/stripped):
συμμετεχω
IDX:
83134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83135
Key:
Data
{'content': 'to partake of a thing together with'}