Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
συμμετρικός
View word page
συμμεταχωρέω
change position with

ShortDef

change position with

Debugging

Headword:
συμμεταχωρέω
Headword (normalized):
συμμεταχωρέω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταχωρεω
IDX:
83133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83134
Key:

Data

{'content': 'change position with'}