Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
View word page
συμμεταχειρίζομαι
take charge of along with
ShortDef
take charge of along with
Debugging
Headword:
συμμεταχειρίζομαι
Headword (normalized):
συμμεταχειρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμεταχειριζομαι
IDX:
83132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83133
Key:
Data
{'content': 'take charge of along with'}