Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
View word page
συμμεταφέρω
transfer at the same time

ShortDef

transfer at the same time

Debugging

Headword:
συμμεταφέρω
Headword (normalized):
συμμεταφέρω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταφερω
IDX:
83131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83132
Key:

Data

{'content': 'transfer at the same time'}