Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
συμμετρέω
View word page
συμμετατρέπω
change along with

ShortDef

change along with

Debugging

Headword:
συμμετατρέπω
Headword (normalized):
συμμετατρέπω
Headword (normalized/stripped):
συμμετατρεπω
IDX:
83130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83131
Key:

Data

{'content': 'change along with'}