Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
συμμέτοχος
View word page
συμμετατίθημι
transfer at the same time
ShortDef
transfer at the same time
Debugging
Headword:
συμμετατίθημι
Headword (normalized):
συμμετατίθημι
Headword (normalized/stripped):
συμμετατιθημι
IDX:
83129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83130
Key:
Data
{'content': 'transfer at the same time'}