Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
συμμετοικίζομαι
View word page
συμμετασχηματίζω
make a corresponding change in

ShortDef

make a corresponding change in

Debugging

Headword:
συμμετασχηματίζω
Headword (normalized):
συμμετασχηματίζω
Headword (normalized/stripped):
συμμετασχηματιζω
IDX:
83128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83129
Key:

Data

{'content': 'make a corresponding change in'}