Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωροπολέω
συμμετοικέω
View word page
συμμεταρρυθμίζω
bring into harmony with

ShortDef

bring into harmony with

Debugging

Headword:
συμμεταρρυθμίζω
Headword (normalized):
συμμεταρρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταρρυθμιζω
IDX:
83127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83128
Key:

Data

{'content': 'bring into harmony with'}