Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
View word page
συμμεταποιέω
alter along with

ShortDef

alter along with

Debugging

Headword:
συμμεταποιέω
Headword (normalized):
συμμεταποιέω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταποιεω
IDX:
83125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83126
Key:

Data

{'content': 'alter along with'}