Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
συμμετέχω
View word page
συμμεταπίπτω
to change along with

ShortDef

to change along with

Debugging

Headword:
συμμεταπίπτω
Headword (normalized):
συμμεταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταπιπτω
IDX:
83124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83125
Key:

Data

{'content': 'to change along with'}