Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχωρέω
View word page
συμμεταλλάσσω
change at the same time

ShortDef

change at the same time

Debugging

Headword:
συμμεταλλάσσω
Headword (normalized):
συμμεταλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταλλασσω
IDX:
83123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83124
Key:

Data

{'content': 'change at the same time'}