Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
View word page
συμμεταλαμβάνω
partake in

ShortDef

partake in

Debugging

Headword:
συμμεταλαμβάνω
Headword (normalized):
συμμεταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταλαμβανω
IDX:
83122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83123
Key:

Data

{'content': 'partake in'}