Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
συμμεταφέρω
View word page
συμμετακοσμέω
revise a text; mid. change habits along with
ShortDef
revise a text; mid. change habits along with
Debugging
Headword:
συμμετακοσμέω
Headword (normalized):
συμμετακοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συμμετακοσμεω
IDX:
83121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83122
Key:
Data
{'content': 'revise a text; mid. change habits along with'}