Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
συμμετατρέπω
View word page
συμμετακινέω
transfer at the same time

ShortDef

transfer at the same time

Debugging

Headword:
συμμετακινέω
Headword (normalized):
συμμετακινέω
Headword (normalized/stripped):
συμμετακινεω
IDX:
83120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83121
Key:

Data

{'content': 'transfer at the same time'}