Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
συμμετατίθημι
View word page
συμμεταίτιος
contributing jointly

ShortDef

contributing jointly

Debugging

Headword:
συμμεταίτιος
Headword (normalized):
συμμεταίτιος
Headword (normalized/stripped):
συμμεταιτιος
IDX:
83119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83120
Key:

Data

{'content': 'contributing jointly'}