Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
συμμετασχηματίζω
View word page
συμμεταδίδωμι
impart information about

ShortDef

impart information about

Debugging

Headword:
συμμεταδίδωμι
Headword (normalized):
συμμεταδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
συμμεταδιδωμι
IDX:
83118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83119
Key:

Data

{'content': 'impart information about'}