Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
συμμεταρρυθμίζω
View word page
συμμετάγω
carry away together

ShortDef

carry away together

Debugging

Headword:
συμμετάγω
Headword (normalized):
συμμετάγω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταγω
IDX:
83117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83118
Key:

Data

{'content': 'carry away together'}