Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
συμμεταρρέω
View word page
συμμεταβάλλω
to change along with

ShortDef

to change along with

Debugging

Headword:
συμμεταβάλλω
Headword (normalized):
συμμεταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταβαλλω
IDX:
83116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83117
Key:

Data

{'content': 'to change along with'}