Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
συμμεταποιέω
View word page
συμμεταβαίνω
pass over together

ShortDef

pass over together

Debugging

Headword:
συμμεταβαίνω
Headword (normalized):
συμμεταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταβαινω
IDX:
83115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83116
Key:

Data

{'content': 'pass over together'}