Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
συμμεταλλάσσω
συμμεταπίπτω
View word page
συμμεσουράνησις
a being in the same meridian
ShortDef
a being in the same meridian
Debugging
Headword:
συμμεσουράνησις
Headword (normalized):
συμμεσουράνησις
Headword (normalized/stripped):
συμμεσουρανησις
IDX:
83114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83115
Key:
Data
{'content': 'a being in the same meridian'}