Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
συμμετακοσμέω
συμμεταλαμβάνω
View word page
συμμεσουρανέω
culminate together

ShortDef

culminate together

Debugging

Headword:
συμμεσουρανέω
Headword (normalized):
συμμεσουρανέω
Headword (normalized/stripped):
συμμεσουρανεω
IDX:
83112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83113
Key:

Data

{'content': 'culminate together'}