Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
συμμετακινέω
View word page
συμμεριστής
sharer

ShortDef

sharer

Debugging

Headword:
συμμεριστής
Headword (normalized):
συμμεριστής
Headword (normalized/stripped):
συμμεριστης
IDX:
83110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83111
Key:

Data

{'content': 'sharer'}