Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
συμμεταίτιος
View word page
συμμερίζω
to distribute in shares

ShortDef

to distribute in shares

Debugging

Headword:
συμμερίζω
Headword (normalized):
συμμερίζω
Headword (normalized/stripped):
συμμεριζω
IDX:
83109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83110
Key:

Data

{'content': 'to distribute in shares'}