Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμμεικτος
συμμειόομαι
συμμειρακιώδης
συμμεῖραξ
συμμελαίνομαι
συμμελετάω
συμμελής
συμμέμαα
συμμεμετρημένως
συμμεμιγμένως
συμμένω
συμμερίζω
συμμεριστής
συμμεριτεύω
συμμεσουρανέω
συμμεσουράνημα
συμμεσουράνησις
συμμεταβαίνω
συμμεταβάλλω
συμμετάγω
συμμεταδίδωμι
View word page
συμμένω
to hold together, keep together
ShortDef
to hold together, keep together
Debugging
Headword:
συμμένω
Headword (normalized):
συμμένω
Headword (normalized/stripped):
συμμενω
IDX:
83108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83109
Key:
Data
{'content': 'to hold together, keep together'}